- ἐνωμότως
- ἐνώμοτοςbound by oathadverbialἐνώμοτοςbound by oathmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενώμοτος — ἐνώμοτος, ον (AM) 1. ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν μάρτυρας ἐπαγομένους ἑνωμότους», Λουκιαν.) 2. επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («ἐνώμοτος συνθήκη») 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐνώμοτος ο συνωμότης. επίρρ... ἐνωμότως ενόρκως, με όρκο … Dictionary of Greek